Κυριακή 1 Σεπτεμβρίου 2013

ένα αεροπλάνο, ένα βιβλίο και κάτι άλλο



περπάτησε το δρομάκι -το γνωστό δρομάκι 
με τα μάτια καρφωμένα στο πεζοδρόμιο
έριξε μια ματιά στο δρόμο
πέρασε απέναντι γρήγορα
το βλέμμα της έπεσε στο κυπαρισσί παγκάκι της στάσης
μια τύπισσα με ακουστικά κι ένας όρθιος από δίπλα
κάθισε
ένιωσε αμέσως αυτή τη δροσιά της καλοκαιρινής ψυχρούλας που περίμενε να νιώσει
κοίταξε τον πίνακα -καμία ένδειξη
ωραία, ας έμενε εδώ για πάντα
δεν θα είχε καμία σημασία
ένα αεροπλάνο
ένα βιβλίο
και κάτι άλλο
είχαν τραβήξει όλη τη σημασία πάνω τους
βάλθηκε να παρατηρεί τα παντζούρια του απέναντι παμπάλαιου κτηρίου
τόση ψεύτικη επιμονή
πώς νά 'ταν όταν ζούσε αυτό το μέρος;
καμία σημασία
αδιάφορη ματιά στο δρομάκι -το γνωστό δρομάκι
μια γνώριμη φιγούρα και δυο άλλοι
ναι αυτός ήταν
έκανε να τον φωνάξει
μα τι να τού λεγε;
τί να της έλεγε;
λοιπόν θα μπορούσε ακόμα και να περάσει το δρόμο τρέχοντας
και να μην του πει τίποτα
μα έμεινε να κοιτάζει την ειρωνική πλάτη
από το κυπαρισσί παγωμένο παγκάκι
έμεινε να αναρωτιέται τί θα μπορούσανε να πούνε
δε θα θελε να δείξει μπερδεμένη άλλωστε
τά 'χανε πει αυτά
δε θα 'ταν σωστό και έντιμο
μα ένα πηλίκιο
είχε τραβήξει όλη τη σημασία πάνω του πια
όπως τον έβλεπε να ανηφορίζει το δρομάκι
ένα τόσο δα κυπαρισσί καπέλο
αρκεί για να περιορίσει τη σκέψη;
αρκεί για να εμποδίσει την πράξη;
έμεινε να αναρωτιέται τί θα μπορούσανε να πούνε
ώσπου έφτασε το λεωφορείο
ανέβηκε
μίλησε με κάποιους
χωρίς καμία σημασία
κατέβηκε
με το μυαλό της στο δρομάκι -το γνωστό, ναι
και σε ένα διώροφο λεωφορείο
γεμάτο συγκρατημένες χαρές με ημερομηνία λήξης
και πηλίκια

Δεν υπάρχουν σχόλια: