Κυριακή 8 Ιουνίου 2014

Στην πυρά και παππούδες



 Ξυπνητήρι. Εφτά και τριάντα. Καλημέρα. Θα σηκωθείς αμέσως, το ξέρεις. Δε κοιμήθηκες καλά, το περίμενες άλλωστε οτι δε θα κοιμόσουν καλά. Ως τις 4 στίβαζες μπλούζες και φούτερ, έχωνες σε κάθε περιθώριο μαγιώ πετσέτες και ελαφρόπετρες, προσπαθούσες να αποφασίσεις τί θα αφήσεις πίσω, έπαιζες λιγάκι με τη ρακέτα σου μέσα στο δωμάτιο, κοίταζες σα χάνος τον τοίχο σου ή κάποιες παλιές φωτογραφίες. Και τραγουδούσες. 
Στη θάλασσα, στον ουρανό, στον ήλιο....
Μια στιγμή ακόμα με τα μάτια κλειστά. Μια μικρή στιγμούλα. Συνειδητοποιείς και πάλι τί μέρα είναι. Ανοίγεις τα μάτια. Είναι πια οριστικό, η μέρα έχει φτάσει. Πετάγεσαι πάνω! Έχεις ήδη αργήσει, όπως είχαν όλοι προβλέψει. Πλένεις τα δόντια σου και κοιτάς το ασπριδερό σου πρόσωπο σε αυτό τον καθρέφτη. Τώρα κοιτάς μόνο τον καθρέφτη. Χωρίς λόγο, το βλέμμα σου μένει καρφωμένο στο κιτρινωπό πλαίσιο. Στο μυαλό σου γυρνάνε κοφτά μακαρονάκια, χώμα, βότσαλα, δάση, χαμόγελα, κοστούμια και θάλασσες. Γυρνάνε πράσινα τοπία και κόκκινοι άνθρωποι. Και όταν λες πράσινα τοπία, εννοείς τοπία με δέντρα και λουλούδια, στο βουνό ή αλλού. Και όταν λες κόκκινοι άνθρωποι, εννοείς άνθρωποι αγαπημένοι, φίλοι ή άλλοι. 
Επανέρχεσαι στην πραγματικότητα. Αυτός ο κιτρινωπός καθρέφτης δε θα σου λείψει.
Βάζεις με προσοχή την οδοντόβουρτσα και την οδοντόκρεμα στον ειδικό χώρο που είχες ευλαβικά φυλαξει στο νεσεσέρ σου για αυτά. Φερμουάρ. Ρούχα. ΜΠΑΠ, το σακίδιο φορτώθηκε. Δεν ξέρεις καν αν είναι βαρύ, δεν του δίνεις σημασία. Βαλίτσα. Κλειδιά. Όλα έτοιμα; Τα στόρια; Εντάξει, φύγαμε. Όλα κινούνται βασανιστικά αργά. Το αστικό φτάνει σε τέσσερα χρόνια και σε δέκα μήνες το τερατώδες ταξίδι από τη Δελφών ως το ΙΚΕΑ έχει ολοκληρωθεί. 
Κατεβαίνεις. Αυτό είναι. Λίγο ακόμα. Τα λεωφορεία είναι γεμάτα ήδη με παιδιά. Έχεις αργήσει, όπως όλοι είχαν προβλέψει. Βρίσκεις τη θέση σου. 2-3 ακόμη αργοπορημένοι και φύγατε. Ο δρόμος είναι μακρύς, και όσο πλησιάζετε η αγωνία όλων κορυφώνεται.
Κάτω από τα μικρά και τα μεγάλα στήθη, τα ισχνά παιδικά κορμάκια και τους ώριμους θώρακες των μεγαλύτερων, η καρδιά χορεύει. Ματάκια όλων των ηλικιών κολλούν στα τζάμια για να μπορέσουν να αρπάξουν από τώρα λίγη από την μαγεία του γνωστού τους τόπου. Είναι τα δικά τους ματάκια που κάνουν την καρδιά σου να χτυπά πιο δυνατά απ' όλες τις άλλες μαζί. Τώρα βλέπεις το πράσινο τοπίο, και τους κόκκινους ανθρώπους. Θυμάσαι; Αυτούς που έβλεπες όλον τον χρόνο σε κάτι όνειρα τρελά, γεμάτα δράση. Κατεβαίνεις. Πανικός. Φασαρίες, χαμόγελα, φωνές. Τραγούδια ακούγονται ήδη και η μυρωδιά απ' το κοφτό μακαρονάκι ολοκληρώνει το σύνολο. Ασφάλεια.  Τα ξέρεις όλα αυτά, τα έχεις ξαναδεί. Τα έχεις νιώσει, τα έχεις γευτεί, τα έχεις μυρίσει.

Ανοίγεις ξαφνικά τα μάτια σου διάπλατα και συνειδητοποιείς πως δεν είναι όνειρο. Κοιτάζεις το πάτωμα και το παίρνεις απόφαση. Είσαι εδώ. Είστε, είμαστε εδώ. Έχει όντως φτάσει η στιγμή. Η πραγματική στιγμή. Αισθάνεσαι υπερβολική, ντρέπεσαι λίγο κιόλας για την τόση χαρά σου -άλλωστε, 21 έφτασες-, όμως δεν έχει καμία σημασία. Γιατί είναι όλοι εδώ. Και όλα.
Η μνήμη είναι συνειρμοί που διαδέχονται ο ένας τον άλλο με ταχύτητα ιλιγγιώδη και εντυπώνουν στον νου μια σύνδεση ανάμεσα σε πράγματα, απαράλλαχτη για καιρό. Μια σύνδεση με μέρη, με μυρωδιές, με ανθρώπους. Με κάτι πολύ χαζό ή με κάτι κραυγαλέο. Η αίσθηση η τελική αυτής της σύνδεσης λοιπόν, μπορεί να είναι ό,τι θέλει. Όπως πλάσει την ανάμνηση το μυαλό, με ό,τι θελήσει να τη συνδέσει, αυτή είναι η αίσθηση που μένει. Και στη συγκεκριμένη περίπτωση, η αίσθηση είναι γλυκιά. Η μυρωδιά συνδεεται με όσα έχεις ζήσει τόσα χρόνια στο μέρος αυτό και σου θυμίζει αυτόματα χίλιες χιλιάδες στιγμές. Σου θυμίζει πως τα 'χεις κάνει όλα εδώ. Έχεις κλάψει τόσο κι έχεις γελάσει τόσο, έχεις ερωτευτεί, κρυφά και φανερά, έχεις παίξει, έχεις πονέσει, έχεις μιλήσει, έχεις τραγουδήσει, έχεις φωνάξει τόσο που έχασες για λίγο τη φωνή σου, έχεις χορέψει, έχεις μαλώσει, έχεις κοιτάξει κόσμο στα μάτια. Αυτό το τελευταίο. Τα μάτια. Τα πλατάνια και τα μάτια.
Είναι ο πρώτος έρωτας της ζωής σου. Η πρώτη σου αγάπη, και μάλιστα καλοκαιρινή. Και οι καλοκαιρινές αγάπες είναι οι δυνατότερες, ξέρεις. Είναι οι πιο παντοτινές αγάπες στην ιστορία των παντοτινών αγάπων. Και αυτή είναι μια από αυτές.
 

Στην πυρά και παππούδες, λοιπόν.
Κοντοστέκεσαι. Μα, εκεί τραγουδούν ήδη! Τρέχεις προς τις φωνές. 
Άλλη μια περίοδος έχει αρχίσει,