έρχεται πάντα την ίδια ώρα
και περιμένει
της ανοίγω -πάντα
κάθεται στο κρεβάτι μου
ακουμπάει στον τοίχο
και σωπαίνει
σωπαίνω κι εγώ
κι έτσι σιωπηλές καθόμαστε για ώρες
μέχρι που εγώ συνήθως νυστάζω
και της λέω να φύγει
τότε εκείνη ανεβαίνει στο περβάζι
παίρνει μια βαθιά ανάσα
και πέφτει
την κοιτάζω να χάνεται
γελάω μαζί της
που ακόμη κι έτσι
ακόμη κι όταν πετάει στα σύννεφα
δε σταματά να κλαίει
για το άδικο του κόσμου
για όλες τις ανεκπλήρωτες επιθυμίες
και για τα παιδιά
γελάω
την κοιτάζω από μακριά
να θρηνεί την χαμένη ομορφιά
να δοξάζει
μια ενδεχόμενη νέα ζωή -ποιά ζωή;
σ' έναν ατέλειωτο αέρινο χορό
κλείνω το παράθυρο
κάθομαι στο κρεβάτι μου
ακουμπάω στον τοίχο
και σωπαίνω
σκέφτομαι εκείνον τον παλιάτσο
που έμοιαζε να συνθλίβει όλη τη θλίψη
με ένα του γέλιο
ένα άγαρμπο βάδισμα
κι όμως ήταν στ' αλήθεια
ο πιο λυπημένος άνθρωπος
που θα γνωρίσω ποτέ μου
κι εκείνος που αγαπούσε τους ανθρώπους περισσότερο
-ο παγωμένος τοίχος κάνει την πλάτη μου να κρυώνει
κι έρχεται πάλι στον νου μου εκείνη
κι ύστερα πάλι ο παλιάτσος
πόσο μοιάζουν οι δυό τους
κλάμα - γέλιο - φόβος
και από τα πιο μεγάλα βάθη τους
μια τόσο ανεξήγητη κι αδικαιολόγητα ισχυρή
ελπίδα
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου