Πέμπτη 3 Απριλίου 2014

όψεις


Μόλις άνοιξε η πόρτα και μπήκε, λούστηκε το δωμάτιο με φως. Το χαμόγελό της. Αυτή η τέλεια αρμονία στη γραμμή των χειλιών της. Το αγαπημένο του σημείο της -εκεί στο μάγουλο, ψηλά. Υπερβολή και κλισεδούρα, σκέφτηκε, όμως αφού δεν μπορούσε να τραβήξει τα μάτια του από πάνω της -ξανά- αποφάσισε πως αυτές ήταν οι κατάλληλες λέξεις, όπως και να 'χε. Φοβόταν αυτό το χαμόγελο κατά βάθος. Τον τύφλωνε αυτή η λάμψη του. Αργότερα της μιλούσε για ένα σωρό βλακείες και νόμισε οτι την έκανε να βαρεθεί για μια ή δυο στιγμές. Της χάιδεψε τα μαλλιά, κι έπειτα το λαιμό και τους παράξενους της ώμους. Ανάσανε βαθιά και της ψιθύρισε κάτι μικρό στο αυτί. Ένιωσε την καρδιά της να χτυπάει με δύναμη ΝΤΟΥΠ ΝΤΟΥΠ ΝΤΟΥΠ. Την κοίταξε στα μάτια. Το ασταθές βλέμμα της έκανε την ανάσα του πιο έντονη. Έμεινε να την κοιτάζει έτσι για ώρα. Είδε το αμήχανο μειδίαμα να χάνεται από τα χείλη της όταν την άγγιξε για πρώτη φορά. Ήθελε να είναι δικιά του. Μόνο δικιά του.

Μόλις άνοιξε η πόρτα και μπήκε, τα μάτια της έλαμψαν. Στην θέα του το χαμόγελο κόλλησε στο πρόσωπό της και δεν έλεγε να εξαφανιστεί. Έδειχνε τόσο χαζή όσο ένιωθε; Τα χείλη της ήταν στραβά και ειδικά όταν χαμογελούσε γίνονταν ατσούμπαλα και απωθητικά. Πήγε κοντά χωρίς να πει τίποτα, μόνο χαμογελούσε και χαμογελούσε και χαμογελούσε. Αργότερα ξάπλωσε στα πόδια του και τον άκουγε να της μιλάει για όλα τα παράξενα τα δικά του. Τα χέρια του. Τα μάτια του. Δε χόρταινε τις ιστορίες του. Δε χόρταινε τα χέρια του, την ανάσα του, εκείνη την αποφασιστικότητα στο βλέμμα του. Φοβόταν αυτό το βλέμμα κατά βάθος. Η σιγουριά του την έκανε ευάλωτη. Χαχάνιζε αμήχανα και αδυνατούσε να χαλαρώσει τους μύες του προσώπου της. Ένιωσε την ανάσα του κοντά της και κάθε σκέψη χάθηκε. Ήθελε να είναι δικιά του. Μόνο δικιά του.

Δεν υπάρχουν σχόλια: