Μιλάνο, 2013 |
"Είναι στ΄αλήθεια το ομορφότερο μέρος του κόσμου."Ο Μαξ έσφιξε το χέρι της και πήρε μια βαθιά ανάσα, να ρουφήξει όσο πιο πολύ μπορούσε από αυτό το αριστούργημα. Ήταν τα σπίτια, ένα κίτρινο, ένα κόκκινο, ένα πράσινο, όλα δίπλα δίπλα χτισμένα, με χρωματιστά παλιακά παντζούρια που κάνουν θόρυβο τα βράδια που έχει αέρα. Ήταν το φως που έπεφτε πάνω στο νερό -ποτάμι θα είναι λογικά, ή μήπως λίμνη, ή θάλασσα που μπήκε κάποτε από περιέργεια κι αυτή σε τούτο το κανάλι κι έμεινε εδώ από τότε; Ήταν οι μεγάλες κινήσεις όλων αυτών των χαρωπών κυρίων που έπιναν τους καφέδες τους. Όλα πανέμορφα έμοιαζαν. Την κοίταξε κι εκείνη του χαμογέλασε στον ήλιο. Ήταν τότε η τρίτη μέρα του ταξιδιού τους και ο Μαξ περνούσε υπέροχα.
Ήταν στ' αλήθεια το ομορφότερο μέρος του κόσμου.
Ο Μάριο ήταν πολύ συγχυσμένος εκείνο το πρωί. Η κόρη του είχε χτυπήσει άσχημα σε τροχαίο με το ποδήλατο. Δεν είχε μιλήσει μαζί της, μόνο με τον άντρα της και έσκαγε που δε μπορούσε να πάει στο νοσοκομείο. Από τότε που πέθανε η Γαβριέλλα έτρεχε το καφέ ολομόναχος. Άλλωστε, 3-4 χρόνια του έμεναν, ας έκανε κουράγιο κι ας μάζευε τα λεφτά που θα έδινε στους σερβιτόρους για τα παιδιά. Τα μαλλιά του είχαν ασπρίσει πια, απ' το χρόνο και απ' τη στεναχώρια του που την έχασε. Έτσι, ξαφνικά την είχε χάσει. Και τώρα η Λάουρα έπαθε ατύχημα -ο Μάριο αν πάθαινε τίποτα και αυτή θα έδινε μιά να πέσει στο ποτάμι, μπροστά στο μαγαζί.
Είχε, ευτυχώς, πολλούς φίλους. Από αυτό δεν έπασχε. Όλοι στη γειτονιά τον αγαπούσαν, όλοι λάτρευαν τον μοναδικό εσπρέσσο του, με όλους μιλούσε για τη Λάουρα, για τα εγγόνια, εντάξει...
Το αγαπημένο της χρώμα ήταν το κίτρινο. Κάθε μέρα από τότε, ο Μάριο έκοβε μια καινούργια μαργαρίτα, μαδούσε τα άσπρα πέταλα και κρατούσε το κίτρινο σώμα στο βάζο με τα υπόλοιπα.
Δεν ήξερε πού να βρει πραγματικά κίτρινα λουλούδια, όμως ήθελε μονάχα κάτι που να την φέρνει κοντά του. Ήταν το αγαπημένο της χρώμα..
Ευτυχώς, εκείνη η Ελληνίδα που έρχεται κάθε τόσο και του κάνει σεφτέ, φάνηκε και σήμερα. "Καλημέρα!". Ο Μάριο δε θυμάται το όνομα της νεαρής, ξέρει όμως οτι είναι πανέμορφη, και στην ηλικία της κόρης του. Της μιλάει για τη Λάουρα -τον είχε ρωτήσει; δεν έχει σημασία- και για το γάτο της τον ούρι και για την εγγονή του τη μικρή που μόλις έκλεισε τα 2 και και και..και σε όλη τη συζήτηση δε βγάζει στιγμή απ' το μυαλό του τη γυναίκα του.
Πάντα είναι μαζί του η Γαβριέλλα, αλλά από μακριά. Από τα κίτρινα λουλούδια. Πόσο θά 'θελε....
χτυπάει το τηλέφωνο. Η Λάουρα! "Με συγχωρείς μια στιγμούλα καλή μου ε; Είναι επείγον."
Η Βέρα πίστευε πια πως οι πολλοί ρομαντισμοί είναι βλακείες, τα ζευγαράκια που σαλιάριζαν στους δρόμους της έφερναν ναυτία. Ειδικά εκείνοι οι τουρίστες! Ζούσε τόσα χρόνια δίπλα στο ποτάμι και δεν είχε περάσει ούτε μία μέρα που να μην δει δυό χαζοχαρούμενους να κλειδώνουν εκείνα τα ανεκδιήγητα λουκετάκια με τα αρχικά τους στα κάγκελα της γέφυρας. Περνούσε καθημερινά από τη συγκεκριμένη γέφυρα με το ποδήλατο, στο δρόμο της για το κέντρο, για τη δουλειά. Αυτό το ρημαδιασμένο ποτάμι, το είχε τόσο σιχαθεί μετά απ' όσα είχαν γίνει εδώ...
Και ήταν όμορφη, πολύ. Όσο και το βάρος που της έμενε από τότε...
"Να φύγω όσο πιο σύντομα γίνεται."
Εκείνη τη μέρα, ήταν Κυριακή, βγήκε στις 11 να πάρει καφέ από το κατάστημα στη γωνία. Ένα χρόνο τώρα, ο εσπρέσσο του Μάριο ήταν το τελευταίο θετικό γεγονός που θυμάται να της συνέβη. Την έπρηξε όμως κι εκείνος με τις κουβέντες, χτύπησε και το τηλέφωνο του και πετάχτηκε στη γέφυρα πριν τον πληρώσει. "Επείγον", είπε. Άντε κι αυτός, έχε χάρη...
Η Βέρα περιμένει μόνη σε ένα άδειο γερασμένο καφέ που δεν θυμίζει πια καθόλου τις παλιές του δόξες. Μόλις ερχόταν ο παππούς και πλήρωνε, θα την έκανε χωρίς πολλά πολλά. Η Βέρα είχε βαρεθεί τις ανούσιες συζητήσεις και είχε αποφασίσει να μην δίνει ιδιαίτερη σημασία πια σε κανέναν άνθρωπο, σε καμιά γνωριμία. Άλλωστε, θα έφευγε. Έμενε μόνο να το αποφασίσει.
Ο Μάριο βγήκε στη γέφυρα για να μιλήσει με τη Λάουρα -δεν έπιανε σήμα στο καφέ. Εντάξει, ήταν καλά. Ανακούφιση. Θυμάται πως έχει μια πελάτισσα να τον περιμένει μόνη -και είναι και στριμμένη, ωχ. Γυρίζει το κεφάλι να φύγει, και τότε αντιλαμβάνεται την κίτρινη ζωγραφιά στην πόρτα..
Ο Μάριο μένει αποσβολωμένος. Χαμογελάει πνιχτά να μη τον δουν και φεύγει γρήγορα, πίσω για το μαγαζί. Εξυπηρετεί στα γρήγορα την νεαρή και μόλις τη δει να φεύγει στέκεται όρθιος μπροστά από τη μηχανή του εσπρέσσο. Και κλαίει... Μακάρι να μπορούσε.
Ο καφετζής άργησε πολύ, έτοιμη ήταν να σηκωθεί να φύγει. Η Βέρα περπατά ενοχλημένη προς το κεραμιδί της σπίτι.
Ο Μαξ και εκείνη συνέχιζαν τη βόλτα τους πλάι στο ποτάμι με τον ίδιο ενθουσιασμό, ώσπου είδε τη χρωματισμένη πόρτα. Για άλλη μια φορά πλημμύρισε από έρωτα και χαρά. "Ω, κοίτα αγάπη μου! Δεν είναι υπέροχη;
Εξκιούζ μι, ραγκάτσα, καν γιου τέικ α πίκτσουρ οβ ας γουίθ δε χάρτ; Γκράτσιε." ο Μαξ δίνει την κάμερα στη Βέρα και εκείνη στρέφεται απρόθυμα προς το χαρούμενο ζεύγος. Κλικ. Ντάνκε, ναι. Τσούσ, ναι. Άντε μη σου πω και σένα.
Και η καρδιά εκείνη τραβά τώρα ξαφνικά και τη δική της προσοχή.
Κόκκινο και κίτρινο -πορτοκαλί. Στο σημείο που...όπως τότε..
Η Βέρα γυρνά την πλάτη στο γκραφίτι, μπαίνει στο σπίτι και αρχίζει να πακετάρει.
Αυτό ήταν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου