Σάββατο 11 Ιανουαρίου 2014

ο κύριος Τάδε

Ικτίνου, Θεσσαλονίκη 2014


     Είμαι 70 ετών. Έχω αρθριτικά, καταρράκτη και αφόρητους πόνους στο ισχίο και τη μέση. Ζω μόνος στο διαμέρισμα στη Φλέμιγκ. Παιδιά δεν έχω ούτε ένα και ούτε που σκέφτηκα ποτέ να αποκτήσω. Έχω έναν αδερφό μόνο, που τηλεφωνιόμαστε κάπου κάπου να θυμόμαστε ότι δεν έχουμε πεθάνει ακόμα. "Τι γίνεται Κώστα τα παιδιά όλα καλά; Ναι. Η Δέσποινα καλά; Ναι. Ωραία άντε καλό απόγευμα." Ο Κώστας έχει έναν εγγονό που έχει περάσει σε μια σχολή εδώ στην πόλη κι έρχεται καμιά-δυό φορές το χρόνο και με βλέπει. Κατά τ' άλλα είμαι μόνος. Εδώ και τόσα χρόνια μόνος, κι όσο περνάει ο καιρός νομίζω οτι γίνομαι όλο και πιο μίζερος και παράξενος μέσα στη μοναξιά μου. Βλέπεις, δεν είχαμε ποτέ καιρό για παιδιά σκυλιά και τέτοια τότε. 
     Όταν την γνώρισα σ' εκείνο το μέρος που μαθαίνανε κορίνες σκοινιά ακορντεόν και τέτοια -ούτε που τα θυμάμαι τώρα πια- ήμουν μόλις 18, εκείνη πάταγε τα 21. Στα 24 τα μαζέψαμε και φύγαμε να γυρίσουμε, λέει, τον κόσμο. Είχα μόνο εκείνη τότε, εκείνη και την αγάπη μας. Ήμασταν τόσο μικροί και παρορμητικοί. Γυρνούσαμε από πόλη σε πόλη, μαζεύαμε ελάχιστα από τις παραστάσεις και κοιμόμασταν όπου βρίσκαμε. Ούτε θυμάμαι αν τρώγαμε. Όταν βγάλαμε κάτι παραπάνω φύγαμε στην Ιταλία. Εκεί το σουξέ μας ήταν τεράστιο! Ο κόσμος σπρωχνόταν για να παρακολουθήσει τις φιγούρες της, για να χειροκροτήσει τα ακροβατικά της. Ήταν πανέμορφη. Και δεν με ένοιαζε τίποτα άλλο στον κόσμο. Ήταν εκεί και ήταν πανέμορφη. Τραγουδούσε κι έχανα την ισορροπία μου και έπεφτα και χτυπούσα και την φιλούσα τόσο έντονα κι αυτή γελούσε και έλεγε πως είμαι αδέξιος και χαζός και πως ο κόσμος θα πάψει πια να μας προσέχει αν συνέχιζα έτσι. Ζούσαμε στα τραίνα, στα καράβια, στις πλατείες και στις άμμους. Ήτανε πάντα καλοκαίρι κι εμείς διασχίζαμε το τεντωμένο σκοινί της αιώνιας ευτυχίας. Τα μάτια της γυάλιζαν και έτρεμα από χαρά όταν την άκουγα να παίζει. Ένιωθα να με κοιτάζει όταν έκανα τα βήματα κι έτσι δεν έκανα ποτέ κανένα λάθος. 
     Κάποτε μαζέψαμε πολλά λεφτά -πολλά, για τότε- και πήγαμε και σ' άλλα μέρη. Γερμανία, Αγγλία, Ιρλανδία κι από κει Πορτογαλία, Κούβα και Βραζιλία. Δεν σταμάτησα ποτέ να την αγαπάω και να την ποθώ σαν κολασμένος. Εκείνη ήταν το καλύτερο ναρκωτικό απ' όλα. Και λέω απ' όλα, γιατί δοκιμάζαμε πού και πού διάφορα από κόσμο που γνωρίζαμε μετά τις παραστάσεις. Εγώ δεν επέμενα. Ούτε που τα ήθελα όλα αυτά τα ψέματα -η πραγματικότητα της παρουσίας της μου έφτανε και μου περίσσευε. Σε εκείνη όμως άρεσαν όσα την έκαναν να χάνεται. Και έπαιρνε το μικρό ακορντεόν της και έπαιζε και τραγουδούσε ιστορίες για ανθρώπους που γυρίσανε και για γάτες πράσινες και βούρκους γεμάτους μύδια και ριγέ κάλτσες. Και μου έλεγε πως κάποτε μπορεί να γυρίσουμε κι εμείς. Εγώ την άκουγα και ταξίδευα λαθραία μαζί της στους κόσμους που έφτιαχνε μόνο για τον εαυτό της...Κι όλο χανόταν πιο συχνά και οι ιστορίες της έπαυαν να μυρίζουν γιασεμί και να είναι κόκκινες και κίτρινες και πουά. Τότε σταμάτησε και το τραγούδι της, κι ούτε που μπορούσε να κάνει καμιά από τις φιγούρες της πια. Εγώ της φώναζα συνέχεια πως είναι ηλίθια και πως καταστρέφεται, μα δεν άντεχα και να την βλέπω σμπαραλιασμένη και την έπαιρνα αγκαλιά κι εκείνη καθόταν χωρίς να κάνει τίποτα για ώρες.
     Είχαμε εγκατασταθεί σε ένα σπίτι με άλλους πολλούς -ούτε που θυμάμαι τώρα πια-, στο Ρίο. Τότε ήμασταν πολύ φτωχοί και πεινασμένοι. Είχαμε φτάσει κιόλας κοντά 40, είχαμε 2 χρόνια να κάνουμε παράσταση κι εκείνη όλο και πιο συχνά έφευγε στα στενά κι όταν γύριζε μου έλεγε πως άκουγε σειρήνες και τρομπόνια και πως έπρεπε να τρέξω μακριά της. Έπιασα δουλειά σε ένα μανάβικο -τι μανάβικο δηλαδή, μια τρύπα με ένα αφεντικό που δεν καταλάβαινα ούτε τα μισά απ' αυτά που μού λεγε και μού δινε και τρεις κι εξήντα, όμως μπορούσαμε να ζήσουμε. Εκείνη όμως δεν ζούσε πια. Κάθε μέρα την έχανα όλο και περισσότερο. Τα μάτια της ήταν θαμπά και τα μαλλιά της ανακατεμένα και άπλυτα. Δεν χαμογελούσε όπως πρώτα, μόνο μου μίλαγε για την Ελλάδα και για τη μάνα της και τη μικρή της γάτα και κάποιες φορές βούρκωνε λιγάκι. Ούτε ήξερα πού είχαν χαθεί τα πράματα της και τα δικά μου. Νομίζω είχα χάσει το σκοινί μου σε μια καταιγίδα που μας βρήκε στο δρόμο. Κάπου θα είχε πέσει. Τί σημασία είχε; Δούλευα όλο και περισσότερες ώρες τη μέρα για να μπορέσω να βγάζω έστω το φαγητό της, όμως όταν γυρνούσα στο "σπίτι" μας όλο και πιο συχνά δεν την έβρισκα εκεί. Ώσπου μια μέρα χάθηκε. Όσες ώρες κι αν την περίμενα, εκείνη δεν φάνηκε στον μικρό καταυλισμό μας. Βγήκα στους δρόμους και ρώτησα για αυτή, έτρεχα σαν παλαβός και με κοιτούσε ο κόσμος και γελούσε. Την έψαχνα για δύο ολόκληρες εβδομάδες. Όταν δεν είχα άλλο μέρος να κοιτάξω και αποφάσισα πως δεν είχα καμιά ελπίδα πια να τη βρω, γύρισα σε εκείνο το σπίτι. 

     Έμεινα άλλα 5 χρόνια περίπου στη Βραζιλία, και πάντα την γύρευα, πάντα την περίμενα να γυρίσει. Δεν περνούσε μέρα που να μην ρωτήσω αν έχει κάποιος νέα της. Όταν πέθανε η μάνα μου είχα αρκετά λεφτά για να γυρίσω πίσω στην Ελλάδα. Εγκαταστάθηκα στην Αθήνα και παρασιτούσα εις βάρος του μεγάλου μου αδερφού για πολλά χρόνια, ώσπου αποφάσισα να φύγω και να ζήσω μόνος μου. Πούλησα το μικρό οικόπεδο στην Αγιά που μού 'χε αφήσει η μάνα μου και με τα λεφτά ήρθα στη Θεσσαλονίκη και έπιασα το διαμέρισμα στη Φλέμιγκ. Ήμουν τότε 62 χρονών, το ισχίο μου είχε ήδη αρχίσει να με εγκαταλείπει και το μόνο που είχα ήταν τα μισά λεφτά της σύνταξης του πατέρα μου και 22 τετραγωνικά για τον εαυτό μου. 
     Σήμερα είμαι μόνος, ακόμα ένα βράδυ. Και δεν κοιμάμαι ποτέ πια. Κάθε μέρα σκέφτομαι εκείνη. Θυμάμαι την τελευταία φορά που με κοίταξε στα μάτια και μου είπε ξανά να τρέξω να φύγω μακριά της και πως δεν ήταν πια καλή για μένα και όμορφη και ευλύγιστη όπως παλιά. Θυμάμαι όλες τις φορές που κάναμε έρωτα, εκείνες που ταξιδεύαμε λαθραία στο κατάστρωμα κάποιου πλοίου και εκείνες που φρόντιζα τις πληγές της στο σκοτάδι.. Δεν ξέρω τι απέγινε, αλλά δεν έχω πιστέψει ακόμα οτι μπορεί να είναι νεκρή. Κάπου εκεί έξω είναι κι αυτή. Και μάλλον με σκέφτεται, μάλλον με θυμάται.

1 σχόλιο:

Μαίρη Καιρίδη είπε...

είσαι ωραία, μ υ ρ τ ώ
να γράφεις...
φιλιά πολλά